βαθμοί του επιθέτου (οι) : degrés de significations de l'adjectif βεβαιοτικό επίρρημα (το) : adverbe affirmatif βοηθικό ρήμα (το) : verbe auxiliaire γενική (η) : génitif γένος (το) : genre δεικτική αντωνυμία (η) : pronom démonstratif δεύτερος αόριστος (ο) : second (aoriste) διστακτικό επίρρημα (το) : adverbe de doute δοτική (η) : datif δυϊκός (ο) : duel έγκλιση (η) : mode ενεργητική φωνή (η) : active ενεστώτας (ο) : présent ενικός (ο) : singulier εξακολουθητικός μέλλοντας (ο) : futur continu επίθετο (το) : adjectif επίθημα (το) : suffixe επίρρημα (το) : adverbe επιφώνημα (το) : interjection ερωτηματική αντωνυμία (η) : pronom interrogatif ερωτηματικό επίρρημα (το) : adverbe interrogatif εσωτερική αύξηση (η) : augment interne ευτική έγκλιση (η) : optatif θέμα (το) : radical θετικό (το) : positif θηλυκό (το) : féminin ισοσύλλαβο όνομα (το) : nom parisyllabique κατάληξη (η) : terminaison κλητική (η) : vocatif κλιτά (τα) : formes à flexion κλίση (η) : conjugaison (=flexion) κοινό όνομα (το) : nom commun κτητική αντωνυμία (η) : pronom possessif κύριο όνομα (το) : nom propre μέλλοντας (ο) : futur μέση φωνή (η) : moyenne μεταβατικό ρήμα (το) : verbe transitif μετοχή (η) : participe μετοχή του ενεστώτα (η) : participe présent μονολεκτικός χρόνος (ο) : temps simple μόριο (το) : particule όνομα (το) : nom ονομαστική (η) : nominatif οριστική αντωνυμία (η) : pronom défini οριστική έγκλιση (η) : indicatif οριστικό άρθρο (το) : article défini ουδέτερο (το) : neutre ουσιαστικό (το) : substantif παθητική φωνή (η) : passive παρακείμενος (χρόνος) (ο) : parfait παρελθόν (το) : passé παρατατικός (ο) : imparfait περιληπτικό όνομα (το) : nom collectif περιφραστικός χρόνος (ο) : temps composé πληθυντικός (ο) : pluriel ποσοτικό επίρρημα (το) : adverbe de quantité πρόθεση (η) : préposition πρόθημα (το) : préfixe προστακτική έγκλιση (η) : impératif προσωπική αντωνυμία (η) : pronom personnel πρόσωπο (το) : personne πτώση (η) : cas ρήμα (το) : verbe σχετικό υπερθετικό (το) : superlatif relatif σιγματικός αόριστος (ο) : aoriste sigmatique σιγματικός αόριστος (ο) : sigmatique (aoriste) συγκεκριμένο όνομα (το) : concret (nom) συγκεκριμένο όνομα (το) : nom concret συγκριτικό (το) : comparatif συζυγία (η) : conjugaison (=groupe) στιγμιαίος μέλλοντας (ο) : futur momentané συμπλεκτικός σύνδεσμος (ο) : conjonction de coordination σύνδεσμος (ο) : conjonction συντελεσμένος μέλλοντας (ο) : futur antérieur τακτικά αριθμητικά (τα) : numéraux ordinaux τοπικό επίρρημα (το) : adverbe de lieu τροπικό επίρρημα (το) : adverbe de manière τύπος (ο) : forme υπερθετικό (το) : superlatif υπερσυντελικός (ο) : plus que parfait υποτακτική έγκλιση (η) : subjonctif φωνή (η) : voix χρόνος (ο) : temps
γενική (η) : génitif γένος (το) : genre δεικτική αντωνυμία (η) : pronom démonstratif δεύτερος αόριστος (ο) : second (aoriste) διστακτικό επίρρημα (το) : adverbe de doute δοτική (η) : datif δυϊκός (ο) : duel έγκλιση (η) : mode ενεργητική φωνή (η) : active ενεστώτας (ο) : présent ενικός (ο) : singulier εξακολουθητικός μέλλοντας (ο) : futur continu επίθετο (το) : adjectif επίθημα (το) : suffixe επίρρημα (το) : adverbe επιφώνημα (το) : interjection ερωτηματική αντωνυμία (η) : pronom interrogatif ερωτηματικό επίρρημα (το) : adverbe interrogatif εσωτερική αύξηση (η) : augment interne ευτική έγκλιση (η) : optatif θέμα (το) : radical θετικό (το) : positif θηλυκό (το) : féminin ισοσύλλαβο όνομα (το) : nom parisyllabique κατάληξη (η) : terminaison κλητική (η) : vocatif κλιτά (τα) : formes à flexion κλίση (η) : conjugaison (=flexion) κοινό όνομα (το) : nom commun κτητική αντωνυμία (η) : pronom possessif κύριο όνομα (το) : nom propre μέλλοντας (ο) : futur μέση φωνή (η) : moyenne μεταβατικό ρήμα (το) : verbe transitif μετοχή (η) : participe μετοχή του ενεστώτα (η) : participe présent μονολεκτικός χρόνος (ο) : temps simple μόριο (το) : particule όνομα (το) : nom ονομαστική (η) : nominatif οριστική αντωνυμία (η) : pronom défini οριστική έγκλιση (η) : indicatif οριστικό άρθρο (το) : article défini ουδέτερο (το) : neutre ουσιαστικό (το) : substantif παθητική φωνή (η) : passive παρακείμενος (χρόνος) (ο) : parfait παρελθόν (το) : passé παρατατικός (ο) : imparfait περιληπτικό όνομα (το) : nom collectif περιφραστικός χρόνος (ο) : temps composé πληθυντικός (ο) : pluriel ποσοτικό επίρρημα (το) : adverbe de quantité πρόθεση (η) : préposition πρόθημα (το) : préfixe προστακτική έγκλιση (η) : impératif προσωπική αντωνυμία (η) : pronom personnel πρόσωπο (το) : personne πτώση (η) : cas ρήμα (το) : verbe σχετικό υπερθετικό (το) : superlatif relatif σιγματικός αόριστος (ο) : aoriste sigmatique σιγματικός αόριστος (ο) : sigmatique (aoriste) συγκεκριμένο όνομα (το) : concret (nom) συγκεκριμένο όνομα (το) : nom concret συγκριτικό (το) : comparatif συζυγία (η) : conjugaison (=groupe) στιγμιαίος μέλλοντας (ο) : futur momentané συμπλεκτικός σύνδεσμος (ο) : conjonction de coordination σύνδεσμος (ο) : conjonction συντελεσμένος μέλλοντας (ο) : futur antérieur τακτικά αριθμητικά (τα) : numéraux ordinaux τοπικό επίρρημα (το) : adverbe de lieu τροπικό επίρρημα (το) : adverbe de manière τύπος (ο) : forme υπερθετικό (το) : superlatif υπερσυντελικός (ο) : plus que parfait υποτακτική έγκλιση (η) : subjonctif φωνή (η) : voix χρόνος (ο) : temps
δεικτική αντωνυμία (η) : pronom démonstratif δεύτερος αόριστος (ο) : second (aoriste) διστακτικό επίρρημα (το) : adverbe de doute δοτική (η) : datif δυϊκός (ο) : duel έγκλιση (η) : mode ενεργητική φωνή (η) : active ενεστώτας (ο) : présent ενικός (ο) : singulier εξακολουθητικός μέλλοντας (ο) : futur continu επίθετο (το) : adjectif επίθημα (το) : suffixe επίρρημα (το) : adverbe επιφώνημα (το) : interjection ερωτηματική αντωνυμία (η) : pronom interrogatif ερωτηματικό επίρρημα (το) : adverbe interrogatif εσωτερική αύξηση (η) : augment interne ευτική έγκλιση (η) : optatif θέμα (το) : radical θετικό (το) : positif θηλυκό (το) : féminin ισοσύλλαβο όνομα (το) : nom parisyllabique κατάληξη (η) : terminaison κλητική (η) : vocatif κλιτά (τα) : formes à flexion κλίση (η) : conjugaison (=flexion) κοινό όνομα (το) : nom commun κτητική αντωνυμία (η) : pronom possessif κύριο όνομα (το) : nom propre μέλλοντας (ο) : futur μέση φωνή (η) : moyenne μεταβατικό ρήμα (το) : verbe transitif μετοχή (η) : participe μετοχή του ενεστώτα (η) : participe présent μονολεκτικός χρόνος (ο) : temps simple μόριο (το) : particule όνομα (το) : nom ονομαστική (η) : nominatif οριστική αντωνυμία (η) : pronom défini οριστική έγκλιση (η) : indicatif οριστικό άρθρο (το) : article défini ουδέτερο (το) : neutre ουσιαστικό (το) : substantif παθητική φωνή (η) : passive παρακείμενος (χρόνος) (ο) : parfait παρελθόν (το) : passé παρατατικός (ο) : imparfait περιληπτικό όνομα (το) : nom collectif περιφραστικός χρόνος (ο) : temps composé πληθυντικός (ο) : pluriel ποσοτικό επίρρημα (το) : adverbe de quantité πρόθεση (η) : préposition πρόθημα (το) : préfixe προστακτική έγκλιση (η) : impératif προσωπική αντωνυμία (η) : pronom personnel πρόσωπο (το) : personne πτώση (η) : cas ρήμα (το) : verbe σχετικό υπερθετικό (το) : superlatif relatif σιγματικός αόριστος (ο) : aoriste sigmatique σιγματικός αόριστος (ο) : sigmatique (aoriste) συγκεκριμένο όνομα (το) : concret (nom) συγκεκριμένο όνομα (το) : nom concret συγκριτικό (το) : comparatif συζυγία (η) : conjugaison (=groupe) στιγμιαίος μέλλοντας (ο) : futur momentané συμπλεκτικός σύνδεσμος (ο) : conjonction de coordination σύνδεσμος (ο) : conjonction συντελεσμένος μέλλοντας (ο) : futur antérieur τακτικά αριθμητικά (τα) : numéraux ordinaux τοπικό επίρρημα (το) : adverbe de lieu τροπικό επίρρημα (το) : adverbe de manière τύπος (ο) : forme υπερθετικό (το) : superlatif υπερσυντελικός (ο) : plus que parfait υποτακτική έγκλιση (η) : subjonctif φωνή (η) : voix χρόνος (ο) : temps
έγκλιση (η) : mode ενεργητική φωνή (η) : active ενεστώτας (ο) : présent ενικός (ο) : singulier εξακολουθητικός μέλλοντας (ο) : futur continu επίθετο (το) : adjectif επίθημα (το) : suffixe επίρρημα (το) : adverbe επιφώνημα (το) : interjection ερωτηματική αντωνυμία (η) : pronom interrogatif ερωτηματικό επίρρημα (το) : adverbe interrogatif εσωτερική αύξηση (η) : augment interne ευτική έγκλιση (η) : optatif θέμα (το) : radical θετικό (το) : positif θηλυκό (το) : féminin ισοσύλλαβο όνομα (το) : nom parisyllabique κατάληξη (η) : terminaison κλητική (η) : vocatif κλιτά (τα) : formes à flexion κλίση (η) : conjugaison (=flexion) κοινό όνομα (το) : nom commun κτητική αντωνυμία (η) : pronom possessif κύριο όνομα (το) : nom propre μέλλοντας (ο) : futur μέση φωνή (η) : moyenne μεταβατικό ρήμα (το) : verbe transitif μετοχή (η) : participe μετοχή του ενεστώτα (η) : participe présent μονολεκτικός χρόνος (ο) : temps simple μόριο (το) : particule όνομα (το) : nom ονομαστική (η) : nominatif οριστική αντωνυμία (η) : pronom défini οριστική έγκλιση (η) : indicatif οριστικό άρθρο (το) : article défini ουδέτερο (το) : neutre ουσιαστικό (το) : substantif παθητική φωνή (η) : passive παρακείμενος (χρόνος) (ο) : parfait παρελθόν (το) : passé παρατατικός (ο) : imparfait περιληπτικό όνομα (το) : nom collectif περιφραστικός χρόνος (ο) : temps composé πληθυντικός (ο) : pluriel ποσοτικό επίρρημα (το) : adverbe de quantité πρόθεση (η) : préposition πρόθημα (το) : préfixe προστακτική έγκλιση (η) : impératif προσωπική αντωνυμία (η) : pronom personnel πρόσωπο (το) : personne πτώση (η) : cas ρήμα (το) : verbe σχετικό υπερθετικό (το) : superlatif relatif σιγματικός αόριστος (ο) : aoriste sigmatique σιγματικός αόριστος (ο) : sigmatique (aoriste) συγκεκριμένο όνομα (το) : concret (nom) συγκεκριμένο όνομα (το) : nom concret συγκριτικό (το) : comparatif συζυγία (η) : conjugaison (=groupe) στιγμιαίος μέλλοντας (ο) : futur momentané συμπλεκτικός σύνδεσμος (ο) : conjonction de coordination σύνδεσμος (ο) : conjonction συντελεσμένος μέλλοντας (ο) : futur antérieur τακτικά αριθμητικά (τα) : numéraux ordinaux τοπικό επίρρημα (το) : adverbe de lieu τροπικό επίρρημα (το) : adverbe de manière τύπος (ο) : forme υπερθετικό (το) : superlatif υπερσυντελικός (ο) : plus que parfait υποτακτική έγκλιση (η) : subjonctif φωνή (η) : voix χρόνος (ο) : temps
θέμα (το) : radical θετικό (το) : positif θηλυκό (το) : féminin ισοσύλλαβο όνομα (το) : nom parisyllabique κατάληξη (η) : terminaison κλητική (η) : vocatif κλιτά (τα) : formes à flexion κλίση (η) : conjugaison (=flexion) κοινό όνομα (το) : nom commun κτητική αντωνυμία (η) : pronom possessif κύριο όνομα (το) : nom propre μέλλοντας (ο) : futur μέση φωνή (η) : moyenne μεταβατικό ρήμα (το) : verbe transitif μετοχή (η) : participe μετοχή του ενεστώτα (η) : participe présent μονολεκτικός χρόνος (ο) : temps simple μόριο (το) : particule όνομα (το) : nom ονομαστική (η) : nominatif οριστική αντωνυμία (η) : pronom défini οριστική έγκλιση (η) : indicatif οριστικό άρθρο (το) : article défini ουδέτερο (το) : neutre ουσιαστικό (το) : substantif παθητική φωνή (η) : passive παρακείμενος (χρόνος) (ο) : parfait παρελθόν (το) : passé παρατατικός (ο) : imparfait περιληπτικό όνομα (το) : nom collectif περιφραστικός χρόνος (ο) : temps composé πληθυντικός (ο) : pluriel ποσοτικό επίρρημα (το) : adverbe de quantité πρόθεση (η) : préposition πρόθημα (το) : préfixe προστακτική έγκλιση (η) : impératif προσωπική αντωνυμία (η) : pronom personnel πρόσωπο (το) : personne πτώση (η) : cas ρήμα (το) : verbe σχετικό υπερθετικό (το) : superlatif relatif σιγματικός αόριστος (ο) : aoriste sigmatique σιγματικός αόριστος (ο) : sigmatique (aoriste) συγκεκριμένο όνομα (το) : concret (nom) συγκεκριμένο όνομα (το) : nom concret συγκριτικό (το) : comparatif συζυγία (η) : conjugaison (=groupe) στιγμιαίος μέλλοντας (ο) : futur momentané συμπλεκτικός σύνδεσμος (ο) : conjonction de coordination σύνδεσμος (ο) : conjonction συντελεσμένος μέλλοντας (ο) : futur antérieur τακτικά αριθμητικά (τα) : numéraux ordinaux τοπικό επίρρημα (το) : adverbe de lieu τροπικό επίρρημα (το) : adverbe de manière τύπος (ο) : forme υπερθετικό (το) : superlatif υπερσυντελικός (ο) : plus que parfait υποτακτική έγκλιση (η) : subjonctif φωνή (η) : voix χρόνος (ο) : temps
ισοσύλλαβο όνομα (το) : nom parisyllabique κατάληξη (η) : terminaison κλητική (η) : vocatif κλιτά (τα) : formes à flexion κλίση (η) : conjugaison (=flexion) κοινό όνομα (το) : nom commun κτητική αντωνυμία (η) : pronom possessif κύριο όνομα (το) : nom propre μέλλοντας (ο) : futur μέση φωνή (η) : moyenne μεταβατικό ρήμα (το) : verbe transitif μετοχή (η) : participe μετοχή του ενεστώτα (η) : participe présent μονολεκτικός χρόνος (ο) : temps simple μόριο (το) : particule όνομα (το) : nom ονομαστική (η) : nominatif οριστική αντωνυμία (η) : pronom défini οριστική έγκλιση (η) : indicatif οριστικό άρθρο (το) : article défini ουδέτερο (το) : neutre ουσιαστικό (το) : substantif παθητική φωνή (η) : passive παρακείμενος (χρόνος) (ο) : parfait παρελθόν (το) : passé παρατατικός (ο) : imparfait περιληπτικό όνομα (το) : nom collectif περιφραστικός χρόνος (ο) : temps composé πληθυντικός (ο) : pluriel ποσοτικό επίρρημα (το) : adverbe de quantité πρόθεση (η) : préposition πρόθημα (το) : préfixe προστακτική έγκλιση (η) : impératif προσωπική αντωνυμία (η) : pronom personnel πρόσωπο (το) : personne πτώση (η) : cas ρήμα (το) : verbe σχετικό υπερθετικό (το) : superlatif relatif σιγματικός αόριστος (ο) : aoriste sigmatique σιγματικός αόριστος (ο) : sigmatique (aoriste) συγκεκριμένο όνομα (το) : concret (nom) συγκεκριμένο όνομα (το) : nom concret συγκριτικό (το) : comparatif συζυγία (η) : conjugaison (=groupe) στιγμιαίος μέλλοντας (ο) : futur momentané συμπλεκτικός σύνδεσμος (ο) : conjonction de coordination σύνδεσμος (ο) : conjonction συντελεσμένος μέλλοντας (ο) : futur antérieur τακτικά αριθμητικά (τα) : numéraux ordinaux τοπικό επίρρημα (το) : adverbe de lieu τροπικό επίρρημα (το) : adverbe de manière τύπος (ο) : forme υπερθετικό (το) : superlatif υπερσυντελικός (ο) : plus que parfait υποτακτική έγκλιση (η) : subjonctif φωνή (η) : voix χρόνος (ο) : temps
κατάληξη (η) : terminaison κλητική (η) : vocatif κλιτά (τα) : formes à flexion κλίση (η) : conjugaison (=flexion) κοινό όνομα (το) : nom commun κτητική αντωνυμία (η) : pronom possessif κύριο όνομα (το) : nom propre μέλλοντας (ο) : futur μέση φωνή (η) : moyenne μεταβατικό ρήμα (το) : verbe transitif μετοχή (η) : participe μετοχή του ενεστώτα (η) : participe présent μονολεκτικός χρόνος (ο) : temps simple μόριο (το) : particule όνομα (το) : nom ονομαστική (η) : nominatif οριστική αντωνυμία (η) : pronom défini οριστική έγκλιση (η) : indicatif οριστικό άρθρο (το) : article défini ουδέτερο (το) : neutre ουσιαστικό (το) : substantif παθητική φωνή (η) : passive παρακείμενος (χρόνος) (ο) : parfait παρελθόν (το) : passé παρατατικός (ο) : imparfait περιληπτικό όνομα (το) : nom collectif περιφραστικός χρόνος (ο) : temps composé πληθυντικός (ο) : pluriel ποσοτικό επίρρημα (το) : adverbe de quantité πρόθεση (η) : préposition πρόθημα (το) : préfixe προστακτική έγκλιση (η) : impératif προσωπική αντωνυμία (η) : pronom personnel πρόσωπο (το) : personne πτώση (η) : cas ρήμα (το) : verbe σχετικό υπερθετικό (το) : superlatif relatif σιγματικός αόριστος (ο) : aoriste sigmatique σιγματικός αόριστος (ο) : sigmatique (aoriste) συγκεκριμένο όνομα (το) : concret (nom) συγκεκριμένο όνομα (το) : nom concret συγκριτικό (το) : comparatif συζυγία (η) : conjugaison (=groupe) στιγμιαίος μέλλοντας (ο) : futur momentané συμπλεκτικός σύνδεσμος (ο) : conjonction de coordination σύνδεσμος (ο) : conjonction συντελεσμένος μέλλοντας (ο) : futur antérieur τακτικά αριθμητικά (τα) : numéraux ordinaux τοπικό επίρρημα (το) : adverbe de lieu τροπικό επίρρημα (το) : adverbe de manière τύπος (ο) : forme υπερθετικό (το) : superlatif υπερσυντελικός (ο) : plus que parfait υποτακτική έγκλιση (η) : subjonctif φωνή (η) : voix χρόνος (ο) : temps
μέλλοντας (ο) : futur μέση φωνή (η) : moyenne μεταβατικό ρήμα (το) : verbe transitif μετοχή (η) : participe μετοχή του ενεστώτα (η) : participe présent μονολεκτικός χρόνος (ο) : temps simple μόριο (το) : particule όνομα (το) : nom ονομαστική (η) : nominatif οριστική αντωνυμία (η) : pronom défini οριστική έγκλιση (η) : indicatif οριστικό άρθρο (το) : article défini ουδέτερο (το) : neutre ουσιαστικό (το) : substantif παθητική φωνή (η) : passive παρακείμενος (χρόνος) (ο) : parfait παρελθόν (το) : passé παρατατικός (ο) : imparfait περιληπτικό όνομα (το) : nom collectif περιφραστικός χρόνος (ο) : temps composé πληθυντικός (ο) : pluriel ποσοτικό επίρρημα (το) : adverbe de quantité πρόθεση (η) : préposition πρόθημα (το) : préfixe προστακτική έγκλιση (η) : impératif προσωπική αντωνυμία (η) : pronom personnel πρόσωπο (το) : personne πτώση (η) : cas ρήμα (το) : verbe σχετικό υπερθετικό (το) : superlatif relatif σιγματικός αόριστος (ο) : aoriste sigmatique σιγματικός αόριστος (ο) : sigmatique (aoriste) συγκεκριμένο όνομα (το) : concret (nom) συγκεκριμένο όνομα (το) : nom concret συγκριτικό (το) : comparatif συζυγία (η) : conjugaison (=groupe) στιγμιαίος μέλλοντας (ο) : futur momentané συμπλεκτικός σύνδεσμος (ο) : conjonction de coordination σύνδεσμος (ο) : conjonction συντελεσμένος μέλλοντας (ο) : futur antérieur τακτικά αριθμητικά (τα) : numéraux ordinaux τοπικό επίρρημα (το) : adverbe de lieu τροπικό επίρρημα (το) : adverbe de manière τύπος (ο) : forme υπερθετικό (το) : superlatif υπερσυντελικός (ο) : plus que parfait υποτακτική έγκλιση (η) : subjonctif φωνή (η) : voix χρόνος (ο) : temps
όνομα (το) : nom ονομαστική (η) : nominatif οριστική αντωνυμία (η) : pronom défini οριστική έγκλιση (η) : indicatif οριστικό άρθρο (το) : article défini ουδέτερο (το) : neutre ουσιαστικό (το) : substantif παθητική φωνή (η) : passive παρακείμενος (χρόνος) (ο) : parfait παρελθόν (το) : passé παρατατικός (ο) : imparfait περιληπτικό όνομα (το) : nom collectif περιφραστικός χρόνος (ο) : temps composé πληθυντικός (ο) : pluriel ποσοτικό επίρρημα (το) : adverbe de quantité πρόθεση (η) : préposition πρόθημα (το) : préfixe προστακτική έγκλιση (η) : impératif προσωπική αντωνυμία (η) : pronom personnel πρόσωπο (το) : personne πτώση (η) : cas ρήμα (το) : verbe σχετικό υπερθετικό (το) : superlatif relatif σιγματικός αόριστος (ο) : aoriste sigmatique σιγματικός αόριστος (ο) : sigmatique (aoriste) συγκεκριμένο όνομα (το) : concret (nom) συγκεκριμένο όνομα (το) : nom concret συγκριτικό (το) : comparatif συζυγία (η) : conjugaison (=groupe) στιγμιαίος μέλλοντας (ο) : futur momentané συμπλεκτικός σύνδεσμος (ο) : conjonction de coordination σύνδεσμος (ο) : conjonction συντελεσμένος μέλλοντας (ο) : futur antérieur τακτικά αριθμητικά (τα) : numéraux ordinaux τοπικό επίρρημα (το) : adverbe de lieu τροπικό επίρρημα (το) : adverbe de manière τύπος (ο) : forme υπερθετικό (το) : superlatif υπερσυντελικός (ο) : plus que parfait υποτακτική έγκλιση (η) : subjonctif φωνή (η) : voix χρόνος (ο) : temps
παθητική φωνή (η) : passive παρακείμενος (χρόνος) (ο) : parfait παρελθόν (το) : passé παρατατικός (ο) : imparfait περιληπτικό όνομα (το) : nom collectif περιφραστικός χρόνος (ο) : temps composé πληθυντικός (ο) : pluriel ποσοτικό επίρρημα (το) : adverbe de quantité πρόθεση (η) : préposition πρόθημα (το) : préfixe προστακτική έγκλιση (η) : impératif προσωπική αντωνυμία (η) : pronom personnel πρόσωπο (το) : personne πτώση (η) : cas ρήμα (το) : verbe σχετικό υπερθετικό (το) : superlatif relatif σιγματικός αόριστος (ο) : aoriste sigmatique σιγματικός αόριστος (ο) : sigmatique (aoriste) συγκεκριμένο όνομα (το) : concret (nom) συγκεκριμένο όνομα (το) : nom concret συγκριτικό (το) : comparatif συζυγία (η) : conjugaison (=groupe) στιγμιαίος μέλλοντας (ο) : futur momentané συμπλεκτικός σύνδεσμος (ο) : conjonction de coordination σύνδεσμος (ο) : conjonction συντελεσμένος μέλλοντας (ο) : futur antérieur τακτικά αριθμητικά (τα) : numéraux ordinaux τοπικό επίρρημα (το) : adverbe de lieu τροπικό επίρρημα (το) : adverbe de manière τύπος (ο) : forme υπερθετικό (το) : superlatif υπερσυντελικός (ο) : plus que parfait υποτακτική έγκλιση (η) : subjonctif φωνή (η) : voix χρόνος (ο) : temps
ρήμα (το) : verbe σχετικό υπερθετικό (το) : superlatif relatif σιγματικός αόριστος (ο) : aoriste sigmatique σιγματικός αόριστος (ο) : sigmatique (aoriste) συγκεκριμένο όνομα (το) : concret (nom) συγκεκριμένο όνομα (το) : nom concret συγκριτικό (το) : comparatif συζυγία (η) : conjugaison (=groupe) στιγμιαίος μέλλοντας (ο) : futur momentané συμπλεκτικός σύνδεσμος (ο) : conjonction de coordination σύνδεσμος (ο) : conjonction συντελεσμένος μέλλοντας (ο) : futur antérieur τακτικά αριθμητικά (τα) : numéraux ordinaux τοπικό επίρρημα (το) : adverbe de lieu τροπικό επίρρημα (το) : adverbe de manière τύπος (ο) : forme υπερθετικό (το) : superlatif υπερσυντελικός (ο) : plus que parfait υποτακτική έγκλιση (η) : subjonctif φωνή (η) : voix χρόνος (ο) : temps
σχετικό υπερθετικό (το) : superlatif relatif σιγματικός αόριστος (ο) : aoriste sigmatique σιγματικός αόριστος (ο) : sigmatique (aoriste) συγκεκριμένο όνομα (το) : concret (nom) συγκεκριμένο όνομα (το) : nom concret συγκριτικό (το) : comparatif συζυγία (η) : conjugaison (=groupe) στιγμιαίος μέλλοντας (ο) : futur momentané συμπλεκτικός σύνδεσμος (ο) : conjonction de coordination σύνδεσμος (ο) : conjonction συντελεσμένος μέλλοντας (ο) : futur antérieur τακτικά αριθμητικά (τα) : numéraux ordinaux τοπικό επίρρημα (το) : adverbe de lieu τροπικό επίρρημα (το) : adverbe de manière τύπος (ο) : forme υπερθετικό (το) : superlatif υπερσυντελικός (ο) : plus que parfait υποτακτική έγκλιση (η) : subjonctif φωνή (η) : voix χρόνος (ο) : temps
τακτικά αριθμητικά (τα) : numéraux ordinaux τοπικό επίρρημα (το) : adverbe de lieu τροπικό επίρρημα (το) : adverbe de manière τύπος (ο) : forme υπερθετικό (το) : superlatif υπερσυντελικός (ο) : plus que parfait υποτακτική έγκλιση (η) : subjonctif φωνή (η) : voix χρόνος (ο) : temps
υπερθετικό (το) : superlatif υπερσυντελικός (ο) : plus que parfait υποτακτική έγκλιση (η) : subjonctif φωνή (η) : voix χρόνος (ο) : temps
φωνή (η) : voix χρόνος (ο) : temps
χρόνος (ο) : temps